- φυσαρμόνικα
- Συχνά χρησιμοποιείται και το γαλλικό όνομα ακορντεόν. Μουσικό όργανο, στο οποίο ο ήχος παράγεται με τις δονήσεις μιας ή δύο σειρών λεπίδων που πάλλονται από τον αέρα που βγαίνει από έναν ασκό ο οποίος κινείται με το χέρι. Το άνοιγμα των βαλβίδων (μία για κάθε λεπίδα) γίνεται με πλήκτρα και κουμπιά. Στο ένα μέρος του ασκού υπάρχει μια σειρά από πλήκτρα για τις ψηλές νότες και στο άλλο 6 σειρές κουμπιών. Μπορεί να εκτελεστεί ολόκληρη η χρωματική σκάλα (το κουμπί του ντο στο κέντρο της σειράς των βασικών μπάσων είναι κυρτό αντί καμπύλο, για να διακρίνεται εύκολα με την αφή). Οι πάνω 4 σειρές χρησιμεύουν για το ακομπανιαμέντο, ενώ οι υπόλοιπες 2 περιέχουν φθόγγους μέσου και χαμηλού τονικού ύψους.
Φαίνεται πως η καταγωγή της φ. ανάγεται στα 1822 και οφείλεται στον Γερμανό Μπούχμαν. Το 1829 το όργανο τελειοποιήθηκε από τον Αυστριακό Ντάμιαν και πήρε το όνομα akkordion. Τον ίδιο χρόνο ο Άγγλος Τσαρλς Ουίτστον εφεύρε την κοντσερτίνα, φ. μεγάλων διαστάσεων, με μια χρωματική κλίμακα με πολλές οκτάβες. Κατοπινές τελειοποιήσεις οδήγησαν στην οριστική μορφή του όργανου, με μια σκάλα από 5 οκτάβες στις ψηλές νότες και 120 κουμπιά για τα μπάσα. Η σειρά από πλήκτρα –που προστέθηκε κατά τα μέσα του 19ου αι.– έγινε γενικά παραδεκτή μόλις το 1920. Από τότε η φ. γνώρισε μεγάλες δόξες και είναι σήμερα το όργανο που πωλείται περισσότερο στον κόσμο, έπειτα από τη φ. του στόματος. Χρησιμοποιούμενη κυρίως σε εκδηλώσεις λαϊκής μουσικής, η φ. μπήκε συχνά ως τυπικό όργανο στη μουσική οπερέτας, αν και χρησιμοποιήθηκε και σε συνθέσεις σοβαρής μουσικής. Έτσι παρουσιάζεται στη δεύτερη πράξη της όπερας Βότσεκ του Άλμπαν Μπεργκ, ενώ ο Μάριο Περαγκάλο τη χρησιμοποίησε στα μελοδράματα Η σημασία τ’ Άη Γιώργη και Ο λόφος και έδωσε στη φ. εξαιρετικό ρόλο στο μελόδραμα Μια βόλτα στην εξοχή.
Η φυσαρμόνικα ή ακορντεόν είναι ένα από τα δημοφυλέστερα μουσικά όργανα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, Νμουσ. αερόφωνο όργανο, που αποτελείται από έναν αριθμό ελεύθερα παλλομένων γλωσσιδίων, στερεωμένων πάνω ή κάτω από σχισμές ανοιγμένες σε ένα μεταλλικό πλαίσιο, τοποθετημένο μέσα σ' ένα μικρό παραλληλόγραμμο κουτί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fisarmonika < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + γερμ. Harmonika (< αρμονία). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.